βριξιά

βριξιά
η , β ρίξιμο τό см. βρισιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βριξιά" в других словарях:

  • βριξιά — η βλ. βρισιά …   Dictionary of Greek

  • βρισιά — και βριξιά, η υβριστικός λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. βρισιά < μσν. υβρισία < ύβρισα, αόρ. του υβρίζω βριξιά < έβριξα, διαλεκτικός τύπος αορίστου του βρίζω] …   Dictionary of Greek

  • βρίζω — Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους. * * * (I) υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»